- κύρωση
- Ο όρος στη γενική του σημασία υπονοεί τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς αντίθετης προς το πρότυπο που επικρατεί κοινωνιολογικά και χρησιμοποιείται τόσο από την αρνητική όσο και από τη θετική πλευρά της, είτε δηλαδή ως τιμωρία είτε ως ανταμοιβή που αποβλέπει να επιτύχει συμμόρφωση προς τα πρότυπα της συμπεριφοράς, την οποία θεωρεί επιθυμητή μια κοινωνική ομάδα.
Οι νομικές κ. στηρίζονται στην άσκηση εξουσίας, πολύ συχνά και βίας, μιας συγκροτημένης πολιτικής αυθεντίας. Οι κ. γενικά από νομική άποψη διακρίνονται σε ποινικές και αστικές. Οι ποινικές βασίζονται στην άσκηση φυσικής βίας πάνω στο άτομο που παραβαίνει τους ποινικούς νόμους. Οι αστικές κ. απηχούν την απώλεια ή την αλλοίωση ενός δικαιώματος ή μιας αξίωσης, ως συνέπεια ορισμένης συμπεριφοράς· για παράδειγμα, η απώλεια μιας προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος έχει κ. την απώλεια της ευχέρειας που παρέχεται με το ένδικο μέσο. Ευρύτερης σημασίας και ελαστικότερης νομικής ρύθμισης είναι οι κ. διεθνούς χαρακτήρα, οι συνέπειες δηλαδή των παραβάσεων των διεθνών κανόνων και συμφωνιών που έχουν μάλλον πολιτικό χαρακτήρα και η αποτελεσματικότητά τους –ακόμα και η εφαρμογή τους– δεν είναι σταθερά προσδιορισμένη, εξαιτίας της διαφορετικής φύσης των διεθνών νομικών κανόνων.
Ο όρος συγχέεται συχνά με έναν άλλο εντελώς διαφορετικό νομικό όρο, την επικύρωση, η οποία ενέχει το στοιχείο της αποδοχής, της επιδοκιμασίας, που δίνει κύρος (επικυρώνει) σε μια προηγούμενη της πράξης αυτής ενέργεια, η οποία για διάφορους λόγους το είχε στερηθεί μερικά ή ολικά, καθώς επίσης κ. νόμου, σύμβασης κλπ.
* * *η (Α κύρωσις) [κυρώ]επίσημη επιβεβαίωση, πιστοποίηση, επικύρωση (α. «δεν έγινε ακόμη η κύρωση τού νόμου από τη βουλή» β. ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων», Ιώσ.)νεοελλ.1. επιβολή ποινής, τιμωρία για κάτι («εάν δεν τηρηθούν οι κανονισμοί, θα επιβληθούν κυρώσεις»)2. διεθν. δίκ. μέσο καταναγκασμού, στρατιωτικού, οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα, που μπορεί να επιβληθεί σε ένα κράτος το οποίο παραβαίνει τους κανόνες τού διεθνούς δικαίου.
Dictionary of Greek. 2013.